- μαστιγοφορῶν
- μαστιγοφορέωbear the scourgepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαστιγοφόρων — μαστῑγοφόρων , μαστιγοφόρος scourge bearing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… … Dictionary of Greek
νυκτιλύκη — (Noctiluca miliaris ή Scintillans). Θαλάσσιο πρωτόζωο της τάξης των δινομαστιγωτών, της ομοταξίας των μαστιγοφόρων ή μαστιγωτών. Το ζώο αυτό, που αποτελείται από ένα μοναδικό σφαιρικό κύτταρο διαμέτρου 0,5 1 χιλιοστό, είναι προικισμένο μ’ ένα… … Dictionary of Greek
ριζομαστιγοφόρο — το, Ν συν. στον πληθ. τα ριζομαστιγοφόρα ζωολ. τάξη μαστιγοφόρων πρωτοζώων τών οποίων τα χαρακτηριστικά είναι κοινά με τα χαρακτηριστικά τών μαστιγοφόρων τών σαρκωδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizomastigina (< ρίζα + μάστιγα +… … Dictionary of Greek
τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις … Dictionary of Greek
χρυσομονάδες — οι, Ν 1. βιολ. ομάδα ευκαρυωτικών φωτοσυνθετικών μαστιγοφόρων οργανισμών, που θεωρούνται από τους μεν βοτανικούς ως φύκη που απαρτίζουν την τάξη χρυσομοναδώδη τής κλάσης χρυσοφύκη, ενώ από τους ζωολόγους ως τάξη μαστιγοφόρων πρωτοζώων τής… … Dictionary of Greek
δινοφυσίδες — οι οικογένεια μαστιγοφόρων που ζουν σε θαλάσσια ή υφάλμυρα ύδατα … Dictionary of Greek
διπλόζωα — τα τάξη μαστιγοφόρων πρωτόζωων … Dictionary of Greek
ευγλήνη — η γένος μαστιγοφόρων τών γλυκών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. euglena < eu (πρβλ. ευ ) + glena (πρβλ. γλήνη)] … Dictionary of Greek
λεπτομονάς — η ζωολ. 1. επιμήκης μαστιγοφόρα μορφή τού παρασίτου λεϊσμανία 2. γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων, αλλ. ερπετομονάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptomonas < νεολατ. leptomonas < lepto (< λεπτ[ο] *) + monas (< μονάς, άδος) … Dictionary of Greek